Σικελούς

Σικελούς
Σικελός
Sicilian
masc acc pl
Σικελοί
Sicilian
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βελούδο — Ύφασμα χνουδωτό το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή ενδυμάτων, στην επίστρωση επίπλων και γενικά στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφασμα της βάσης και το χνούδι. Το β. μπορεί να παραχθεί από νήματα… …   Dictionary of Greek

  • επικυδής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο Ευφημίδου (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος δημαγωγός, σύγχρονος του Θεμιστοκλή. Ο Πλούταρχος (Βίος Θεμιστοκλέους VI, 20 30) τον θεωρεί δειλό και φιλόδοξο. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Ο πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • κάμπος — I Ονομασία 38 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 249 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στην ανατολική ακτή του όρμου της Αμφιλοχίας, 91 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • κατασικελίζω — (Α) φρ. «κατασικελίζω τυρόν» τρώγω το τυρί λαίμαργα σαν τους Σικελούς (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σικελίζω «φέρομαι όπως οι Σικελοί»] …   Dictionary of Greek

  • κλαραγεί — κλαραγεῑ (Α) (κατά τον Ησύχ., στους Σικελούς) «ἐλαφρῶς καθεύδει» …   Dictionary of Greek

  • κόρνος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 331 κάτ.) της Λήμνου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού, 8 χλμ. ΒΑ της Μύρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * ο (Α κόρνος) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής …   Dictionary of Greek

  • σικελίζω — Α [Σικελός] 1. μιλώ ή συμπεριφέρομαι όπως οι Σικελοί, μιμούμαι τους Σικελούς στην ομιλία και στη συμπεριφορά 2. χορεύω, ορχούμαι 3. πιθ. συμπεριφέρομαι με πανουργία και δόλο …   Dictionary of Greek

  • σικελικός — ή, ό / σικελικός, ή, όν, ΝΑ [Σικελία / Σικελός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σικελία ή στους Σικελούς (α. «σικελική μαφία» β. «τροφαλίδα τυροῡ Σικελικήν», Αριστοφ.) 2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τη Σικελία νεοελλ. φρ. «σικελικός …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ονώριος — I (Κωνσταντινούπολη 384 – Ραβένα 423). Αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (395 423) μετά την οριστική διαίρεση της (395) από τον πατέρα του Θεοδόσιο τον Μεγάλο σε ανατολικό και δυτικό τμήμα. Η βασιλεία του Ο. –που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”